- συροποιός
- σῠροποιός, ὁ,A maker of σύραι ([etym.] συρίαι), IGRom.1.1482 ([place name] Philippopolis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συροποιός — ὁ, Α αυτός που κατασκευάζει τα υφάσματα ή ενδύματα σύραι ή συρίαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρία /σύρα «είδος ενδύματος» + ποιός*] … Dictionary of Greek